- τσαπατσούλικος, -η
- τσαπατσούλικος, -η και -ια, -ο επίρρ. -α που έχει σχέση με τον τσαπατσούλη, ο ακατάστατος, ο άτσαλος: Τσαπατσούλικο νοικοκυριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.